ободрать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ободрать - translation to πορτογαλικά


драть      
(рвать) rasgar , despedaçar ; (изнашивать до дыр) gastar , furar ; (отделять, снимать) escorchar ; esfolar ; (выдирать) arrancar , tirar , extrair ; (пороть) açoitar , bater , surrar ; (дергать- зауши, заволосы) puxar ; {перен.} {простореч.}(дорогобрать) escorchar , esfolar ; (тереть) esfregar ; (скоблить) raspar ; (раздражать) rascar , ferir , picar
удрать      
safar-se, raspar-se, escapulir-se, dar as pernas
надрать      
desfibrar

Ορισμός

ОБОДРАТЬ
1. содрать со всех сторон или оголить сдирая что-нибудь.
О. кору с дерева. О. дерево. О. убитого зверя, тушу (снять шкуру).
2. (прост.) ограбить, обобрать.
О. как липку кого-н. (ограбить, обобрать до нитки).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ободрать
1. "Ободрать бизнес - такой задачи нет", - сказал он.
2. - Ободрать бизнес - такой задачи нет, - резюмировал он.
3. Поэтому нередко появляются фирмы- однодневки, которые рады жильцов ободрать.
4. Интерес службы не в том, чтобы ободрать "Евроцемент" как липку.
5. ФНС не должна стремиться "ободрать налогоплательщиков", решили участники заседания правительства.